Η Αστική Ευθύνη Ιατρών Δημοσίου συνδέεται με την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας του Ιατρού για πράξεις ή παραλείψεις του σε ασθενείς του ή σε περιπτώσεις που υποπέσει σε παραβάσεις ποινικού και πειθαρχικού χαρακτήρα.
Στις περιπτώσεις του πειθαρχικού χαρακτήρα εντάσσονται όλες οι δημοσίου δικαίου συνέπειες που επιβάλλονται στον Ιατρό, που έχει υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα , είτε από τον ιατρικό σύλλογο στον οποίο ανήκει, είτε από το Δημόσιο Νοσηλευτικό ίδρυμα (Ν.Π.Δ.Δ), όπου παρέχει τις υπηρεσίες του.
Παραδείγματα πειθαρχικών παραπτωμάτων που υπάγονται στην Αστική Ευθύνη Ιατρών του Δημοσίου μπορεί να είναι η παράλληλη άσκηση υγειονομικού επαγγέλματος, η είσπραξη χρηματικού ποσού από τον ασθενή ή τους συγγενείς του, εξάρτηση από φαρμακευτικές εταιρίες για προώθηση συγκεκριμένων φαρμάκων ή και υγειονομικού υλικού.. κ.ά.
Αστική Ευθύνη Ιατρών Δημοσίου – Περίπτωση πρόκλησης σωματικών βλαβών σε ασθενή
Ποιος φέρει, όμως, την ευθύνη σε περίπτωση θανάτου ή πρόκλησης σωματικών βλαβών από πράξεις και παραλείψεις του Ιατρού και του υπόλοιπου νοσηλευτικού προσωπικού που παρέχουν τις υπηρεσίες τους σε Δημόσιο Νοσηλευτικό ίδρυμα;
Η ευθύνη αυτή βρίσκει θεμέλιο στο Δημόσιο Δίκαιο και κατά την νομολογία ευθύνονται τα Δημόσια Νοσηλευτικά ιδρύματα. (Διατάξεις Άρθρων 105 &106 Εισ. Ν.A.K.). Όμως μαζί με τα Δημόσια Νοσηλευτικά Ιδρύματα ευθύνεται εις ολόκληρο και το υπαίτιο πρόσωπο, που προκάλεσε με τις πράξεις ή τις παραλείψεις του τη ζημιά (άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ.).
Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία όταν το Νοσηλευτικό ίδρυμα εμπλακεί στην διαδικασία αποζημίωσης για ζημιά που προκάλεσε ο ιατρός με τις πράξεις ή παραλείψεις του, διατηρεί το δικαίωμα να διεκδικήσει αναγωγικά από το ιατρό οποιοδήποτε ποσό υποχρεωθεί να καταβάλλει στον ζημιωθέντα τρίτο, κατά το ποσοστό της ευθύνης του.
Ωστόσο, ενώ μεν οι δημόσιοι Ιατροί είναι ‘’όργανα του κράτους’’, κατά την άσκηση του επαγγέλματός τους δεν θεωρούνται υπάλληλοι με την στενή έννοια και κατά συνέπεια δεν απαλλάσσονται από την προσωπική τους ευθύνη, εφόσον καλούνται με βάση τους κανόνες της ιατρικής να ενεργούν χωρίς εξαρτήσεις από τον φορέα που είναι συμβεβλημένοι και χωρίς την υποχρέωση να υπακούουν σε ‘’εντολές’’ από τον εργοδότη τους. ( βλ. Γ.Καρακώστα, Η αστική ευθύνη, παρ. ΝΟΜΟΣ σελ 252), ( Άρθρο 20 του ΚΙΔ).
Δεν παύουν δηλαδή να έχουν την ιατρική ιδιότητα, με ότι συνεπάγεται για τον ίδιους, για τους ασθενείς, για το δημόσιο, για το κοινωνικό περίγυρο. Εξάλλου μια τέτοια παραδοχή θα ερχόταν σε αντίθεση με τα άρθρα 2, 5 και 7 του Συντάγματος καθώς η ιατρική πράξη συνδέεται με την ζωή του ασθενούς και κατ ’επέκταση με την σωματική του ακεραιότητα.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως η ιατρική ατομική ευθύνη αντιμετωπίζεται διαφορετικά σε ένα δημόσιο από ένα ιδιωτικό νοσηλευτικό ίδρυμα, το σίγουρο είναι πως κεντρικό πρόσωπο στη γένεση και τη λειτουργία της ευθύνης, απέναντι στους νοσηλευόμενους ασθενείς είναι ο Ιατρός.
Στη περίπτωση που γίνει δεκτή η άποψη περί παράλληλης ευθύνης του Δημοσίου Ιατρού από λάθη ή παραλείψεις του καθίσταται επιτακτική η ανάγκη κατάρτισης συμβολαίου επαγγελματικής αστικής ευθύνης… ( Πληροφορίες γιά τα προγράμματά μας εδώ ) Τα συμβόλαια τέτοιου είδους παρέχουν εκτός από ψυχική αποφόρτιση πάντα οικονομική ανακούφιση λόγω του ότι προστατεύεται το εισόδημα του κάθε επαγγελματία Ιατρού. Εξάλλου τυχαίο είναι πως οι Ασφαλιστικές εταιρίες παρέχουν σε Ιατρούς του Δημοσίου τέτοιου είδους συμβόλαια με διαφορετικό, οικονομικότερο ασφάλιστρο από τους Ιατρούς του Ιδιωτικού τομέα;